Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπιαίνω
περιπιέζω
περιπιέσματα
περίπικρος
περιπιλέω
περιπίμελος
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπιπράσκω
περιπίπτω
περιπίσματα
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλανής
περιπλάνησις
περιπλανία
περιπλάνιος
περίπλασις
περιπλάσσω
περιπλαστεύω
περιπλαταγέω
View word page
περιπίσματα
περιπίσματα,
A). v.l. for περιπτίσματα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπίσματα
Headword (normalized):
περιπίσματα
Headword (normalized/stripped):
περιπισματα
IDX:
81897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81898
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπίσματα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">περιπτίσματα</span> .</div> </div><br><br>'}