Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περίπηξις
περιπηχύνω
περιπιαίνω
περιπιέζω
περιπιέσματα
περίπικρος
περιπιλέω
περιπίμελος
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπιπράσκω
περιπίπτω
περιπίσματα
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλανής
περιπλάνησις
περιπλανία
περιπλάνιος
περίπλασις
περιπλάσσω
View word page
περιπιπράσκω
περιπιπράσκω
, fut. Pass.
περιπραθήσεται
, expld. by
ἀπωνηθήσεται
,
AB
432
(dub. l.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιπιπράσκω
Headword (normalized):
περιπιπράσκω
Headword (normalized/stripped):
περιπιπρασκω
IDX:
81895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81896
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπιπράσκω</span>, fut. Pass. <span class="foreign greek">περιπραθήσεται</span>, expld. by <span class="foreign greek">ἀπωνηθήσεται</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 432 </span> (dub. l.).</div><br><br>'}