Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπῆγις
περίπηγμα
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περιπηλόω
περιπήλωσις
περίπηξις
περιπηχύνω
περιπιαίνω
περιπιέζω
περιπιέσματα
περίπικρος
περιπιλέω
περιπίμελος
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπιπράσκω
περιπίπτω
περιπίσματα
περιπίτνω
περιπλανάομαι
View word page
περιπιέσματα
περιπῐ-έσματα,
A). v.l. for περιπτίσματα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπιέσματα
Headword (normalized):
περιπιέσματα
Headword (normalized/stripped):
περιπιεσματα
IDX:
81889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81890
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπῐ-έσματα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">περιπτίσματα</span> .</div> </div><br><br>'}