Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπεφυλαγμένως
περιπηγής
περιπῆγις
περίπηγμα
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περιπηλόω
περιπήλωσις
περίπηξις
περιπηχύνω
περιπιαίνω
περιπιέζω
περιπιέσματα
περίπικρος
περιπιλέω
περιπίμελος
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπιπράσκω
περιπίπτω
περιπίσματα
View word page
περιπιαίνω
περιπῑαίνω,
A). make very fertile, D.P. 1071 .


ShortDef

make very fertile

Debugging

Headword:
περιπιαίνω
Headword (normalized):
περιπιαίνω
Headword (normalized/stripped):
περιπιαινω
IDX:
81887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81888
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπῑαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make very fertile</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0084.tlg001:1071" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0084.tlg001:1071/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.P.</span> 1071 </a>.</div> </div><br><br>'}