Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπετής
περιπετικός
περιπέτομαι
περιπετρίζομαι
περίπετρος
περιπέττω
περιπευκής
περιπεφρασμένως
περιπεφυλαγμένως
περιπηγής
περιπῆγις
περίπηγμα
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περιπηλόω
περιπήλωσις
περίπηξις
περιπηχύνω
περιπιαίνω
περιπιέζω
περιπιέσματα
View word page
περιπῆγις
περι-πῆγις· πόρνος, μάχλος, Hsch. (fort. -πυγίς).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπῆγις
Headword (normalized):
περιπῆγις
Headword (normalized/stripped):
περιπηγις
IDX:
81879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81880
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-πῆγις·</span> <span class="foreign greek">πόρνος, μάχλος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">-πυγίς</span>).</div><br><br>'}