Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπετικός
περιπέτομαι
περιπετρίζομαι
περίπετρος
περιπέττω
περιπευκής
περιπεφρασμένως
περιπεφυλαγμένως
περιπηγής
περιπῆγις
περίπηγμα
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περιπηλόω
περιπήλωσις
περίπηξις
περιπηχύνω
περιπιαίνω
View word page
περιπεφυλαγμένως
περιπεφῠλαγμένως, Adv.
A). very cautiously, gloss on ἀνακῶς , Erot. (περιφυλ- codd.).


ShortDef

very cautiously

Debugging

Headword:
περιπεφυλαγμένως
Headword (normalized):
περιπεφυλαγμένως
Headword (normalized/stripped):
περιπεφυλαγμενως
IDX:
81877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81878
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπεφῠλαγμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">very cautiously</span>, gloss on <span class="ref greek">ἀνακῶς</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Erot.</span> </span> (<span class="itype greek">περιφυλ</span>- codd.).</div> </div><br><br>'}