Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπέσσω
περιπεταλόω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπετικός
περιπέτομαι
περιπετρίζομαι
περίπετρος
περιπέττω
περιπευκής
περιπεφρασμένως
περιπεφυλαγμένως
περιπηγής
περιπῆγις
περίπηγμα
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περιπηλόω
περιπήλωσις
View word page
περιπέττω
περιπέττω, Att. for περιπέσσω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπέττω
Headword (normalized):
περιπέττω
Headword (normalized/stripped):
περιπεττω
IDX:
81874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81875
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπέττω</span>, Att. for <span class="foreign greek">περιπέσσω</span> (q.v.).</div><br><br>'}