Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπέπληκα
περίπεπτος
περιπέσσω
περιπεταλόω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπετικός
περιπέτομαι
περιπετρίζομαι
περίπετρος
περιπέττω
περιπευκής
περιπεφρασμένως
περιπεφυλαγμένως
περιπηγής
περιπῆγις
περίπηγμα
περιπήγνυμι
περιπηδάω
View word page
περιπετρίζομαι
περιπετρ-ίζομαι, Pass.,
A). to be dashed upon a rock, Hsch.


ShortDef

to be dashed upon a rock

Debugging

Headword:
περιπετρίζομαι
Headword (normalized):
περιπετρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπετριζομαι
IDX:
81872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81873
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπετρ-ίζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be dashed upon a rock</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}