Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίπεμψις
περιπεπλεγμένως
περιπέπληκα
περίπεπτος
περιπέσσω
περιπεταλόω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπετικός
περιπέτομαι
περιπετρίζομαι
περίπετρος
περιπέττω
περιπευκής
περιπεφρασμένως
περιπεφυλαγμένως
περιπηγής
περιπῆγις
περίπηγμα
View word page
περιπετικός
περιπετ-ικός, , όν,
A). concerned with vicissitudes of fortune, διηγήσεις Corn. Rh. p.363 H.


ShortDef

concerned with vicissitudes of fortune

Debugging

Headword:
περιπετικός
Headword (normalized):
περιπετικός
Headword (normalized/stripped):
περιπετικος
IDX:
81870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81871
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπετ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">concerned with vicissitudes of fortune</span>, <span class="quote greek">διηγήσεις</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Corn.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> p.363 </span> H.</div> </div><br><br>'}