περιπέσσω
περι-πέσσω, Att. περί-ττω,
A). bake a crust round : only metaph., disguise, ὀνόματι π. τὴν μοχθηρίαν Pl. 159 ; π. αὑτὰς προσθέτοις deck themselves out. with false hair, Fr. 321 ; πεπλασμένως τὸ πρᾶγμα π. ; 7.6 π. ἀβλαβῶς cover Marius without hurting him, Mar. 37 ( -πεσεῖν codd.):— Pass., [ἄνδρες] Χλανίσι περιπεπεμμένοι Com.Adesp. 338 ; λόγοισιν εὖ πως εἰς τὸ πιθανὸν περιπεπεμμένα dressed up, Lg. 886e ; λῦπαι ἡδοναῖς περιπεπεμμέναι Oec. 1.20 ; also ῥηματίοις περιπεφθείς cajoled by words, V. 668 .