Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπεζία1
περιπέζιος
περιπέζια2
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περίπεμψις
περιπεπλεγμένως
περιπέπληκα
περίπεπτος
περιπέσσω
περιπεταλόω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπετικός
περιπέτομαι
περιπετρίζομαι
περίπετρος
View word page
περίπεπτος
περί-πεπτος (-πεμπτος cod.), ον,
A). cooked up, Hsch.; cf.sq.


ShortDef

cooked up

Debugging

Headword:
περίπεπτος
Headword (normalized):
περίπεπτος
Headword (normalized/stripped):
περιπεπτος
IDX:
81863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81864
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περί-πεπτος</span> (<span class="foreign greek">-πεμπτος</span> cod.), <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cooked up</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf.sq.</div> </div><br><br>'}