Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιπαχνόομαι
περιπεζία1
περιπέζιος
περιπέζια2
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περίπεμψις
περιπεπλεγμένως
περιπέπληκα
περίπεπτος
περιπέσσω
περιπεταλόω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπετικός
περιπέτομαι
περιπετρίζομαι
View word page
περιπέπληκα
περιπέπληκα· περιπεπόληκα, περιπέπληγμαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπέπληκα
Headword (normalized):
περιπέπληκα
Headword (normalized/stripped):
περιπεπληκα
IDX:
81862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81863
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπέπληκα·</span> <span class="foreign greek">περιπεπόληκα, περιπέπληγμαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}