Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίπαστος
περιπατέω
περιπατήματα
περιπάτησις
περιπατητής
περιπατητικός
περίπατος
περιπαύομαι
περιπαχνόομαι
περιπεζία1
περιπέζιος
περιπέζια2
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περίπεμψις
περιπεπλεγμένως
περιπέπληκα
περίπεπτος
περιπέσσω
View word page
περιπέζιος
περι-πέζιος, ον,
A). round the foot:


ShortDef

round the foot

Debugging

Headword:
περιπέζιος
Headword (normalized):
περιπέζιος
Headword (normalized/stripped):
περιπεζιος
IDX:
81854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81855
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-πέζιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">round the foot</span>:</div> </div><br><br>'}