Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιπαλάσσομαι
περιπάλλομαι
περίπαμπαν
περιπαμφανάω
περιπαπταίνω
περιπάσσω
περίπαστος
περιπατέω
περιπατήματα
περιπάτησις
περιπατητής
περιπατητικός
περίπατος
περιπαύομαι
περιπαχνόομαι
περιπεζία1
περιπέζιος
περιπέζια2
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
View word page
περιπατητής
περιπᾰτ-ητής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
one who walks about,
Gloss.
ShortDef
one who walks about
Debugging
Headword:
περιπατητής
Headword (normalized):
περιπατητής
Headword (normalized/stripped):
περιπατητης
IDX:
81848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81849
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπᾰτ-ητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who walks about,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}