Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
περιπάθεια
περιπαθέω
περιπαθής
περιπάθησις
περιπαιφάσσω
περιπαίω
περιπάλαξις
περιπαλάσσομαι
περιπάλλομαι
περίπαμπαν
περιπαμφανάω
View word page
περιπάθεια
περιπάθ-εια [πᾰ],
A). gloss on τερθρεία , Tim. Lex.,EM 752.47 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιπάθεια
Headword (normalized):
περιπάθεια
Headword (normalized/stripped):
περιπαθεια
IDX:
81831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81832
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιπάθ-εια</span> <span class="pron greek">[πᾰ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">τερθρεία</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tim.</span> </span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">Lex.,EM</span> <span class="bibl"> 752.47 </span>.</div> </div><br><br>'}