Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
περιπάθεια
περιπαθέω
περιπαθής
περιπάθησις
περιπαιφάσσω
περιπαίω
View word page
περιοφθάλμιος
περιοφθάλμιος, ον,
A). round the eye, Gal. 19.436 .


ShortDef

round the eye

Debugging

Headword:
περιοφθάλμιος
Headword (normalized):
περιοφθάλμιος
Headword (normalized/stripped):
περιοφθαλμιος
IDX:
81826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81827
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιοφθάλμιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">round the eye</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.436 </span>.</div> </div><br><br>'}