Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
περιοψία
View word page
περιουργός
περιουργός, , in pl.,
A). meddlers, contemptuously of the θεουργοί 11 , Aug. Civ.D. 10.16 .


ShortDef

meddlers

Debugging

Headword:
περιουργός
Headword (normalized):
περιουργός
Headword (normalized/stripped):
περιουργος
IDX:
81820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81821
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιουργός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, in pl., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">meddlers</span>, contemptuously of the <span class="quote greek">θεουργοί</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0096.tlg002:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0096.tlg002:11/canonical-url/"> 11 </a> , Aug.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Civ.D.</span> 10.16 </span>.</div> </div><br><br>'}