Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιοφθάλμιος
περιοχέομαι
περιοχή
περίοχος
View word page
περιοσφραίνομαι
περιοσφραίνομαι,
A). sniff all round, Aesop. 311 .


ShortDef

sniff all round

Debugging

Headword:
περιοσφραίνομαι
Headword (normalized):
περιοσφραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
περιοσφραινομαι
IDX:
81819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81820
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιοσφραίνομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sniff all round</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0096.tlg002:311" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0096.tlg002:311/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aesop.</span> 311 </a>.</div> </div><br><br>'}