Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιόρια
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
View word page
περίορος
περίορος γῆ, land
A). marked out by boundary-stones, Eust. 1535.49 .


ShortDef

marked out by boundary-stones

Debugging

Headword:
περίορος
Headword (normalized):
περίορος
Headword (normalized/stripped):
περιορος
IDX:
81814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81815
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίορος</span> <span class="foreign greek">γῆ</span>, land <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">marked out by boundary-stones</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1535:49" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1535.49/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1535.49 </a>.</div> </div><br><br>'}