Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιόρια
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
περίοσμος
περιόστεος
περιοσφραίνομαι
περιουργός
περιουσία
View word page
περιόριστος
περιόρ-ιστος, ον,
A). bounded, determined, Hsch.


ShortDef

bounded, determined

Debugging

Headword:
περιόριστος
Headword (normalized):
περιόριστος
Headword (normalized/stripped):
περιοριστος
IDX:
81811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81812
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιόρ-ιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bounded, determined</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}