Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιόρια
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
περιορύσσω
περιορχέομαι
View word page
περιόρια
περιόρ-ια, τά, festival in Cyprus, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιόρια
Headword (normalized):
περιόρια
Headword (normalized/stripped):
περιορια
IDX:
81806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81807
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιόρ-ια</span>, <span class="gen greek">τά</span>, festival in Cyprus, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}