Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιόρια
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
περίορος
View word page
περιοργυιόομαι
περιοργυιόομαι, Med. with pf. Pass.,
A). clasp in the arms, περιωργυιωμένοι περιλαβεῖν Ctes. Fr. 57.6 .


ShortDef

clasp in the arms

Debugging

Headword:
περιοργυιόομαι
Headword (normalized):
περιοργυιόομαι
Headword (normalized/stripped):
περιοργυιοομαι
IDX:
81804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81805
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιοργυιόομαι</span>, Med. with pf. Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clasp in the arms</span>, <span class="quote greek">περιωργυιωμένοι περιλαβεῖν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0845.tlg002:57:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0845.tlg002:57.6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ctes.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 57.6 </a> .</div> </div><br><br>'}