Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιόρια
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
περιόριστος
περιορμέω
περιορμίζω
View word page
περιοργίζομαι
περιοργ-ίζομαι,
A). to be very angry, Plb. 4.4.7 .


ShortDef

to be very angry

Debugging

Headword:
περιοργίζομαι
Headword (normalized):
περιοργίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιοργιζομαι
IDX:
81803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81804
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιοργ-ίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be very angry</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:4:4:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:4:4:7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> 4.4.7 </a>.</div> </div><br><br>'}