Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
περιόρια
περιορίζω
περιόρισμα
περιορισμός
περιοριστικός
View word page
περιορατέον
περιορ-ᾱτέον,
A). one must overlook, suffer, D.S. 20.2 .


ShortDef

one must overlook, suffer

Debugging

Headword:
περιορατέον
Headword (normalized):
περιορατέον
Headword (normalized/stripped):
περιορατεον
IDX:
81800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81801
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιορ-ᾱτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must overlook, suffer</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:20:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:20.2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 20.2 </a>.</div> </div><br><br>'}