Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄγραμμος
ἀγράνδις
ἄγραπτος
ἀγραυλέω
ἀγραυλής
ἀγραυλία
ἄγραυλος
ἀγραφής
ἀγραφίου
ἄγραφος
ἄγρει
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρέμιον
ἀγρεμών
ἀγρεσία
ἀγρεταί
ἀγρετεύω
ἀγρετήματα
ἀγρέτης
View word page
ἄγρει
ἄγρει, v. sub
A). ἀγρέω 11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄγρει
Headword (normalized):
ἄγρει
Headword (normalized/stripped):
αγρει
IDX:
817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-818
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄγρει</span>, v. sub <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ἀγρέω</span> <span class="bibl"> 11 </span> .</div> </div><br><br>'}