Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοκέλλω
περιοκωχή
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
περίορθρος
View word page
περιομφακώδης
περιομφᾰκώδης, ες,
A). looking quite unripe, dub. in Hp. Epid. 4.30 (πέρι, ὁ φακώδης Littré).


ShortDef

looking quite unripe

Debugging

Headword:
περιομφακώδης
Headword (normalized):
περιομφακώδης
Headword (normalized/stripped):
περιομφακωδης
IDX:
81795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81796
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιομφᾰκώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">looking quite unripe</span>, dub. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg006.perseus-grc1:4:30" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg006.perseus-grc1:4.30/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Epid.</span> 4.30 </a>(<span class="foreign greek">πέρι, ὁ φακώδης</span> Littré).</div> </div><br><br>'}