Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοκέλλω
περιοκωχή
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περιοργυιόομαι
View word page
περιομματοποιός
περιομμᾰτοποιός, όν,
A). providing with eyes, τῆς ψυχῆς Iamb. VP 6.31 .


ShortDef

providing with eyes

Debugging

Headword:
περιομματοποιός
Headword (normalized):
περιομματοποιός
Headword (normalized/stripped):
περιομματοποιος
IDX:
81794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81795
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιομμᾰτοποιός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">providing with eyes</span>, <span class="quote greek">τῆς ψυχῆς</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg001:6:31" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg001:6.31/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Iamb.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">VP</span> 6.31 </a> .</div> </div><br><br>'}