Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοκέλλω
περιοκωχή
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
περιορατέον
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
View word page
περιόλλυμι
περιόλλῡμι
,
A).
destroy utterly
,
ἣν περὶ Ζεὺς ὀλέσει
Epigr.Gr.
336
(Alexandria Troas).
ShortDef
destroy utterly
Debugging
Headword:
περιόλλυμι
Headword (normalized):
περιόλλυμι
Headword (normalized/stripped):
περιολλυμι
IDX:
81793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81794
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιόλλῡμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">destroy utterly</span>, <span class="quote greek">ἣν περὶ Ζεὺς ὀλέσει</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Epigr.Gr.</span> 336 </span> (Alexandria Troas).</div> </div><br><br>'}