Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιοικοδόμημα
περιοικοδόμησις
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοκέλλω
περιοκωχή
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
περίοπτος
View word page
περιοκωχή
περιοκωχή, ,
A). = περιοχή , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιοκωχή
Headword (normalized):
περιοκωχή
Headword (normalized/stripped):
περιοκωχη
IDX:
81789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81790
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιοκωχή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">περιοχή</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}