Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδόμησις
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοκέλλω
περιοκωχή
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
περιοπάζω
περιοπτέος
View word page
περιοκέλλω
περιοκέλλω, prop. of a ship,
A). run aground: metaph., εἰς ἐπιτηδεύσεις χειρίστας π. fall into the worst habits, D.S. 12.12 .


ShortDef

run aground

Debugging

Headword:
περιοκέλλω
Headword (normalized):
περιοκέλλω
Headword (normalized/stripped):
περιοκελλω
IDX:
81788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81789
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιοκέλλω</span>, prop. of a ship, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">run aground</span>: metaph., <span class="foreign greek">εἰς ἐπιτηδεύσεις χειρίστας π</span>. <span class="tr" style="font-weight: bold;">fall into</span> the worst habits, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:12:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:12.12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 12.12 </a>.</div> </div><br><br>'}