Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδόμησις
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοκέλλω
περιοκωχή
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
περιονυχίζω
View word page
περίοιστος
περίοιστ-ος, ον,
A). mobile, of warengines, IG 22.468 .


ShortDef

mobile

Debugging

Headword:
περίοιστος
Headword (normalized):
περίοιστος
Headword (normalized/stripped):
περιοιστος
IDX:
81786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81787
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίοιστ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mobile</span>, of warengines, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.468 </span>.</div> </div><br><br>'}