Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδόμησις
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοκέλλω
περιοκωχή
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
περιομφακώδης
View word page
περιοιστικός
περιοιστ-ικός, , όν,
A). of or for carrying about, Phot.


ShortDef

of or for carrying about

Debugging

Headword:
περιοιστικός
Headword (normalized):
περιοιστικός
Headword (normalized/stripped):
περιοιστικος
IDX:
81785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81786
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιοιστ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">for carrying about</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}