Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδόμησις
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοκέλλω
περιοκωχή
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
περιόλλυμι
περιομματοποιός
View word page
περιοιστέος
περιοιστ-έος, α, ον,
A). to be carried about, κλείς Men. 343 .


ShortDef

to be carried about

Debugging

Headword:
περιοιστέος
Headword (normalized):
περιοιστέος
Headword (normalized/stripped):
περιοιστεος
IDX:
81784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81785
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιοιστ-έος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be carried about</span>, <span class="quote greek">κλείς</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0541.tlg001:343" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0541.tlg001:343/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Men.</span> 343 </a> .</div> </div><br><br>'}