Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδόμησις
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοκέλλω
περιοκωχή
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιολκή
View word page
περιοικονομέω
περιοικονομέω,
A). administer, manage, τὰ περί τινων POxy. 94.13 (i A.D.).


ShortDef

administer, manage

Debugging

Headword:
περιοικονομέω
Headword (normalized):
περιοικονομέω
Headword (normalized/stripped):
περιοικονομεω
IDX:
81782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81783
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιοικονομέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">administer, manage</span>, <span class="quote greek">τὰ περί τινων</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 94.13 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}