Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδόμησις
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
περιοιχνέω
περιοκέλλω
περιοκωχή
περιολισθάνω
View word page
περιοικοδόμησις
περιοικοδόμ-ησις, εως, Dor. ιος, , = sq., IG 4.823.43 (Troezen).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιοικοδόμησις
Headword (normalized):
περιοικοδόμησις
Headword (normalized/stripped):
περιοικοδομησις
IDX:
81780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81781
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιοικοδόμ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, Dor. <span class="itype greek">ιος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 4.823.43 </span> (Troezen).</div><br><br>'}