Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιόδιον
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος
περιοδυνάομαι
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδόμησις
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
View word page
περιοικία
περιοικ-ία, , =
A). territorium, Gloss.
2). v. περιοικίς 11.2 fin.


ShortDef

territorium

Debugging

Headword:
περιοικία
Headword (normalized):
περιοικία
Headword (normalized/stripped):
περιοικια
IDX:
81774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81775
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιοικ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">territorium,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-3"> <span><strong>2).</strong></span> v. <span class="ref greek">περιοικίς</span> <span class="bibl"> 11.2 </span> fin.</div> </div><br><br>'}