Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιοδεύω
περιοδία
περιοδίζω
περιοδικός
περιόδιον
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος
περιοδυνάομαι
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδόμησις
View word page
περιοδώδης
περιοδώδης, ες,


ShortDef

recurrent

Debugging

Headword:
περιοδώδης
Headword (normalized):
περιοδώδης
Headword (normalized/stripped):
περιοδωδης
IDX:
81770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81771
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιοδώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">recurrent</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0088.tlg005:9 iii 20" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0088.tlg005:9%20iii%2020/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.Rhythm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Oxy.</span> 9 iii 20 </a>.</div> </div><br><br>'}