Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδία
περιοδίζω
περιοδικός
περιόδιον
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος
περιοδυνάομαι
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
View word page
περιοδυνάομαι
περιοδῠνάομαι, v. περιωδ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιοδυνάομαι
Headword (normalized):
περιοδυνάομαι
Headword (normalized/stripped):
περιοδυναομαι
IDX:
81769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81770
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιοδῠνάομαι</span>, v. <span class="itype greek">περιωδ</span>-.</div><br><br>'}