Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιοδεία
περιοδεύσιμος
περιόδευσις
περιοδευτής
περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδία
περιοδίζω
περιοδικός
περιόδιον
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος
περιοδυνάομαι
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
View word page
περιοδοιπορέω
περιοδοιπορέω,
A). walk about, Hp. Prorrh. 2.3 .


ShortDef

walk about

Debugging

Headword:
περιοδοιπορέω
Headword (normalized):
περιοδοιπορέω
Headword (normalized/stripped):
περιοδοιπορεω
IDX:
81765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81766
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιοδοιπορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">walk about</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg016:2:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg016:2.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Prorrh.</span> 2.3 </a>.</div> </div><br><br>'}