Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίογκος
περιοδεία
περιοδεύσιμος
περιόδευσις
περιοδευτής
περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδία
περιοδίζω
περιοδικός
περιόδιον
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος
περιοδυνάομαι
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
View word page
περιόδιον
περιόδ-ιον, τό, Dim. of περίοδος v, Arr. Epict. 2.1.31 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιόδιον
Headword (normalized):
περιόδιον
Headword (normalized/stripped):
περιοδιον
IDX:
81764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81765
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιόδ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">περίοδος</span> v, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0074.tlg-02:2:1:31" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0074.tlg-02:2:1:31/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Epict.</span> 2.1.31 </a>.</div><br><br>'}