Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιξυστήρ
περιξύστης
περιξύω
περίογκος
περιοδεία
περιοδεύσιμος
περιόδευσις
περιοδευτής
περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδία
περιοδίζω
περιοδικός
περιόδιον
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος
περιοδυνάομαι
περιοδώδης
περίοιδα
View word page
περιοδία
περιοδ-ία,
A). v. περιοδεία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιοδία
Headword (normalized):
περιοδία
Headword (normalized/stripped):
περιοδια
IDX:
81761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81762
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιοδ-ία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περιοδεία</span> .</div> </div><br><br>'}