Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιξηραίνομαι
περίξηρος
περιξυράω
περίξυσις
περίξυσμα
περιξυστήρ
περιξύστης
περιξύω
περίογκος
περιοδεία
περιοδεύσιμος
περιόδευσις
περιοδευτής
περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδία
περιοδίζω
περιοδικός
περιόδιον
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
View word page
περιοδεύσιμος
περιοδ-εύσιμος, ον,
A). with circuitous ways, Gloss.


ShortDef

with circuitous ways

Debugging

Headword:
περιοδεύσιμος
Headword (normalized):
περιοδεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
περιοδευσιμος
IDX:
81756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81757
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιοδ-εύσιμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with circuitous ways,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}