Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περινοτίζω
περινότισις
περινυκτίδες
πέριξ
περιξαίνομαι
περιξεστός
περιξέω
περιξηραίνομαι
περίξηρος
περιξυράω
περίξυσις
περίξυσμα
περιξυστήρ
περιξύστης
περιξύω
περίογκος
περιοδεία
περιοδεύσιμος
περιόδευσις
περιοδευτής
περιοδευτικός
View word page
περίξυσις
περί-ξῡσις, εως, ,
A). stringor, Gloss.


ShortDef

stringor

Debugging

Headword:
περίξυσις
Headword (normalized):
περίξυσις
Headword (normalized/stripped):
περιξυσις
IDX:
81749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81750
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περί-ξῡσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stringor,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}