Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περινοηματικός
περινόησις
περινοητικός
περίνοια
περινομή
περίνοος
περινοστέω
περινόστησις
περινοτίζω
περινότισις
περινυκτίδες
πέριξ
περιξαίνομαι
περιξεστός
περιξέω
περιξηραίνομαι
περίξηρος
περιξυράω
περίξυσις
περίξυσμα
περιξυστήρ
View word page
περινυκτίδες
περινυκτίδες
,
A).
gloss on
ὀλοφλυκτίδες
,
Erot.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περινυκτίδες
Headword (normalized):
περινυκτίδες
Headword (normalized/stripped):
περινυκτιδες
IDX:
81741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81742
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περινυκτίδες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ὀλοφλυκτίδες</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Erot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}