Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίνεφρος
περινέω1
περινέω2
περίνεως
περίνημα
περίνησος
περινήχομαι
περινίζω
περινίσομαι
περινοέω
περινοηματικός
περινόησις
περινοητικός
περίνοια
περινομή
περίνοος
περινοστέω
περινόστησις
περινοτίζω
περινότισις
περινυκτίδες
View word page
περινοηματικός
περινο-ημᾰτικός, , όν,
A). = -νοητικός , Herm. ap. Stob. 2.8.31 , Cat.Cod.Astr. 2.172 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περινοηματικός
Headword (normalized):
περινοηματικός
Headword (normalized/stripped):
περινοηματικος
IDX:
81731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81732
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περινο-ημᾰτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">-νοητικός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Herm.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 2.8.31 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 2.172 </span>.</div> </div><br><br>'}