Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περινέμομαι
περινενοημένως
περίνεος
περίνευσις
περινεύω
περινέφελος
περίνεφρος
περινέω1
περινέω2
περίνεως
περίνημα
περίνησος
περινήχομαι
περινίζω
περινίσομαι
περινοέω
περινοηματικός
περινόησις
περινοητικός
περίνοια
περινομή
View word page
περίνημα
περίνημα, ατος, τό,
A). lotion, Gal. 19.130 .


ShortDef

lotion

Debugging

Headword:
περίνημα
Headword (normalized):
περίνημα
Headword (normalized/stripped):
περινημα
IDX:
81725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81726
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίνημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lotion</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.130 </span>.</div> </div><br><br>'}