περινεύω
περι-νεύω,
II). incline first to one side then to the other, sway, Phgn. 808a15 ; of a chariot, = ἀμφαξονέω , PS p.40
2). of lands, slope, incline, ἐπὶ τὸν Νότον ; 8.4.1 παρὰ τὴν ἑσπέραν ; 4.1.6 πρὸς τὴν Ἰταλίαν ; 7.1.5 καθὰ ἡ φύσις π. IG 5(1).1431.35 (Messene, i A.D.).
4). περινενευκὼς σφυγμός perh. compressible pulse, ap. , 8.479 9.86 .