Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίμετρον
περίμετρος
περιμετωπίδιος
περιμηκάομαι
περιμήκετος
περιμήρια
περιμηρύομαι
περίμητρος
περιμηχανάομαι
περιμινύθω
περιμολυβδοχοέω
περιμοτόω
περιμοχθέω
περιμυδάω
περιμυκάομαι
περιμυκής
περιμύρομαι
περιναιετάω
περιναιέτης
περίναιον
περινάϊος
View word page
περιμολυβδοχοέω
περιμολυβδοχοέω,
A). run lead round. IG 7.3073.73 (Lebad.).


ShortDef

pour lead round

Debugging

Headword:
περιμολυβδοχοέω
Headword (normalized):
περιμολυβδοχοέω
Headword (normalized/stripped):
περιμολυβδοχοεω
IDX:
81701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81702
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιμολυβδοχοέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">run lead round.</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 7.3073.73 </span> (Lebad.).</div> </div><br><br>'}