Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιμεμφής
περιμενεαίνω
περιμενετέον
περιμένω
περίμεσος
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμετωπίδιος
περιμηκάομαι
περιμήκετος
περιμήρια
περιμηρύομαι
περίμητρος
περιμηχανάομαι
περιμινύθω
περιμολυβδοχοέω
περιμοτόω
περιμοχθέω
περιμυδάω
View word page
περιμηκάομαι
περιμηκάομαι,
A). bleat round, cj. for -μυκάομαι, Orph. L. 209 .


ShortDef

bleat round

Debugging

Headword:
περιμηκάομαι
Headword (normalized):
περιμηκάομαι
Headword (normalized/stripped):
περιμηκαομαι
IDX:
81694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81695
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιμηκάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bleat round</span>, cj. for -<span class="foreign greek">μυκάομαι</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0579.tlg003:209" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0579.tlg003:209/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">L.</span> 209 </a>.</div> </div><br><br>'}