Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιμέλας
περιμεμφής
περιμενεαίνω
περιμενετέον
περιμένω
περίμεσος
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμετωπίδιος
περιμηκάομαι
περιμήκετος
περιμήρια
περιμηρύομαι
περίμητρος
περιμηχανάομαι
περιμινύθω
περιμολυβδοχοέω
περιμοτόω
περιμοχθέω
View word page
περιμετωπίδιος
περιμετωπίδιος, ον,
A). on the forehead, ἱδρώς Hp. Mul. 2.171 (cod. θ).


ShortDef

on the forehead

Debugging

Headword:
περιμετωπίδιος
Headword (normalized):
περιμετωπίδιος
Headword (normalized/stripped):
περιμετωπιδιος
IDX:
81693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81694
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιμετωπίδιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">on the forehead</span>, <span class="quote greek">ἱδρώς</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg036:2:171" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg036:2.171/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mul.</span> 2.171 </a> (cod. <span class="itype greek">θ</span>).</div> </div><br><br>'}